Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τυφεδών
τύφη
τυφήρης
τυφλάγκιστρον
τυφληγορέω
τύφλην
τυφλίας
τυφλίνης
τυφλογενής
τυφλοπλαστέομαι
τυφλοπλαστέω
τυφλοποιός
τυφλόπους
τυφλοπτεῖται
τυφλός
τυφλόστομος
τυφλότης
τυφλοφόρος
τυφλόω
τυφλώδης
τυφλών
View word page
τυφλοπλαστέω
τυφλο-πλαστέω, πλάστης,
A). v. τυφοπ-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τυφλοπλαστέω
Headword (normalized):
τυφλοπλαστέω
Headword (normalized/stripped):
τυφλοπλαστεω
IDX:
106050
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-106051
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τυφλο-πλαστέω</span>, <span class="orth greek">πλάστης</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τυφοπ-.</span> </div> </div><br><br>'}