Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀντιτείχισμα
ἀντιτέμνω
ἀντιτέρπω
ἀντιτεταγμένως
ἀντίτευχος
ἀντιτεύχω
ἀντιτεχνάζω
ἀντιτεχνάομαι
ἀντιτεχνέω
ἀντιτέχνησις
ἀντιτεχνίτης
ἀντίτεχνος
ἀντιτηρέω
ἀντιτίθημι
ἀντιτιμάω
ἀντιτίμημα
ἀντίτιμος
ἀντιτιμωρέομαι
ἀντιτιμώρημα
ἀντιτιμώρησις
ἀντιτιμωρητέον
View word page
ἀντιτεχνίτης
ἀντιτεχν-ίτης
,
ου
,
ὁ
,
A).
professional rival,
Gal.
5.655
.
ShortDef
professional rival
Debugging
Headword:
ἀντιτεχνίτης
Headword (normalized):
ἀντιτεχνίτης
Headword (normalized/stripped):
αντιτεχνιτης
IDX:
10595
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10596
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντιτεχν-ίτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">professional rival,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 5.655 </span>.</div> </div><br><br>'}