Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τυμπανόεις
τύμπανον
τυμπανόομαι
τύμπανος
τυμπανοτερπής
τυμπανοτρίβης
τυμπανοφορέομαι
τυμπανώδης
Τυμωλίς
Τυνδάρεος
τύνη
τυννός
τυννοῦτος
τυντλάζω
τύντλος
τυντλώδης
τύξις
τυπάζω
τύπανον
τύπανος
τυπάριον
View word page
τύνη
τύνη,
A). v. σύ.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τύνη
Headword (normalized):
τύνη
Headword (normalized/stripped):
τυνη
IDX:
105908
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105909
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τύνη</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σύ.</span> </div> </div><br><br>'}