Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τυμπανόδουπος
τυμπανοειδής
τυμπανόεις
τύμπανον
τυμπανόομαι
τύμπανος
τυμπανοτερπής
τυμπανοτρίβης
τυμπανοφορέομαι
τυμπανώδης
Τυμωλίς
Τυνδάρεος
τύνη
τυννός
τυννοῦτος
τυντλάζω
τύντλος
τυντλώδης
τύξις
τυπάζω
τύπανον
View word page
Τυμωλίς
Τυμωλ-ίς, Τυμωλ-ῑτική, Τυμωλ-ιτίκιον, Τύμωλ-ος,
A). v. Τμῶλος.


ShortDef

territory of Tmolos > Τμω-

Debugging

Headword:
Τυμωλίς
Headword (normalized):
τυμωλίς
Headword (normalized/stripped):
τυμωλις
IDX:
105906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105907
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Τυμωλ-ίς</span>, <span class="orth greek">Τυμωλ-ῑτική</span>, <span class="orth greek">Τυμωλ-ιτίκιον</span>, <span class="orth greek">Τύμωλ-ος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">Τμῶλος.</span> </div> </div><br><br>'}