Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τυμβοχόη
τυμβοχόος
τυμβόχωστος
τυμβόω
τυμβωρυχέω
τυμβωρυχία
τυμβώρυχος
τύμμα
τυμμή
τυμνία
τῦμος
τυμπανάριος
τυμπανεύς
τυμπανίας
τυμπανίζω
τυμπανικός
τυμπάνιον
τυμπανισμός
τυμπανιστής
τυμπανίτης
τυμπανόδουπος
View word page
τῦμος
τῦμος, ,
A). v. τύμβος fin.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τῦμος
Headword (normalized):
τῦμος
Headword (normalized/stripped):
τυμος
IDX:
105886
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105887
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τῦμος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τύμβος</span> fin.</div> </div><br><br>'}