Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τυμβήρης
τυμβίδιος
τυμβίον
τύμβιος
τυμβίτης
τυμβογέρων
τυμβοποιός
τύμβος
τυμβοσύνη
τυμβοῦχος
τυμβοφάντης
τυμβοχοέω
τυμβοχόη
τυμβοχόος
τυμβόχωστος
τυμβόω
τυμβωρυχέω
τυμβωρυχία
τυμβώρυχος
τύμμα
τυμμή
View word page
τυμβοφάντης
τυμβο-φάντης, ου, ,
A). one who shows a tomb, An.Ox. 2.416 .


ShortDef

one who shows a tomb

Debugging

Headword:
τυμβοφάντης
Headword (normalized):
τυμβοφάντης
Headword (normalized/stripped):
τυμβοφαντης
IDX:
105874
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105875
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τυμβο-φάντης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one who shows a tomb, An.Ox.</span> <span class="bibl"> 2.416 </span>.</div> </div><br><br>'}