Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τρωγλοδύτης
τρωγλοδυτικός
τρωγλοδύτις
τρωγλόδυτος
τρωγλύδριον
τρῶγμα
τρωγμός
Τρωγοδύται
Τρωγοδύτις
τρώγω
τρώζειν
Τρωΐαθεν
Τρωϊάς
Τρωϊκός
Τρώϊος
Τρωΐς
Τρωΐτης
τρωκτά
τρωκταίζω
τρώκτης
τρωκτικός
View word page
τρώζειν
τρώζειν· ψιθυρίζειν, συνουσιάζειν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τρώζειν
Headword (normalized):
τρώζειν
Headword (normalized/stripped):
τρωζειν
IDX:
105782
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105783
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρώζειν·</span> <span class="foreign greek">ψιθυρίζειν, συνουσιάζειν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}