Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
τρωγλίτης
τρωγλῖτις
τρωγλοδύνων
τρωγλοδυτέω
τρωγλοδύτης
τρωγλοδυτικός
τρωγλοδύτις
τρωγλόδυτος
τρωγλύδριον
τρῶγμα
τρωγμός
Τρωγοδύται
Τρωγοδύτις
τρώγω
τρώζειν
Τρωΐαθεν
Τρωϊάς
Τρωϊκός
Τρώϊος
Τρωΐς
Τρωΐτης
View word page
τρωγμός
τρωγμός·
τὸ ἐπιθέσθαι τὴν ὕλην τρωγμόν,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τρωγμός
Headword (normalized):
τρωγμός
Headword (normalized/stripped):
τρωγμος
IDX:
105778
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105779
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρωγμός·</span> <span class="foreign greek">τὸ ἐπιθέσθαι τὴν ὕλην τρωγμόν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}