Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀντίσχυρος
ἀντισχύω
ἀντισχω
ἀντισῴζω
ἀντίσωσις
ἀντιταγμα
ἀντιτακτέον
ἀντιτακτικός
ἀντίτακτος
ἀντιταλαντεύω
ἀντιτάλαντον
ἀντιταμίας
ἀντίταξις
ἀντιταράττω
ἀντίτασις
ἀντιτάσσω
ἀντιταφρεύω
ἀντιτείνω
ἀντιτειχίζω
ἀντιτείχισμα
ἀντιτέμνω
View word page
ἀντιτάλαντον
ἀντιτάλαντον·
ἀντίσταθμον, ἴσον,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀντιτάλαντον
Headword (normalized):
ἀντιτάλαντον
Headword (normalized/stripped):
αντιταλαντον
IDX:
10576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10577
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντιτάλαντον·</span> <span class="foreign greek">ἀντίσταθμον, ἴσον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}