Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τρυφερόχρως
τρυφερωδῶς
τρυφή
τρυφηλός
τρύφημα
τρυφήρης
τρυφητής
τρυφητικός
τρυφοκαλάσιρις
τρύφος
τρυφώματα
τρυχηρός
τρύχινος
τρυχίον
τρύχνον
τρυχνόω
τρῦχος
τρυχόω
τρύχω
τρύχωσις
τρύω
View word page
τρυφώματα
τρυφώματα· θρέμματα, Ἰταλοί, Hsch. (fort. θρύμματα).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τρυφώματα
Headword (normalized):
τρυφώματα
Headword (normalized/stripped):
τρυφωματα
IDX:
105751
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105752
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρυφώματα·</span> <span class="foreign greek">θρέμματα, Ἰταλοί,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (fort. <span class="foreign greek">θρύμματα</span>).</div><br><br>'}