Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
τρύφακτος
τρυφάλεια
τρυφάλη
τρύφαξ
τρυφάω
τρυφεραίνομαι
τρυφεραμπέχονος
τρυφερεύομαι
τρυφερία
τρυφερόβιος
τρυφεροδίαιτος
τρυφερόομαι
τρυφερός
τρυφερόσαρκος
τρυφεροστήμων
τρυφερότης
τρυφερόφθαλμος
τρυφερόχρως
τρυφερωδῶς
τρυφή
τρυφηλός
View word page
τρυφεροδίαιτος
τρῠφερο-δίαιτος
[δῐ]
,
ον
, = foreg.,
Cat.Cod.Astr.
8(4).175
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τρυφεροδίαιτος
Headword (normalized):
τρυφεροδίαιτος
Headword (normalized/stripped):
τρυφεροδιαιτος
IDX:
105734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105735
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρῠφερο-δίαιτος</span> <span class="pron greek">[δῐ]</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Cat.Cod.Astr.</span> 8(4).175 </span>.</div><br><br>'}