Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τρυσάνωρ
τρυσίβιος
τρυσίππιον
τρῦσις
τρύσκει
τρυσμός
τρυσσόν
τρυτάνη
τρύφακτος
τρυφάλεια
τρυφάλη
τρύφαξ
τρυφάω
τρυφεραίνομαι
τρυφεραμπέχονος
τρυφερεύομαι
τρυφερία
τρυφερόβιος
τρυφεροδίαιτος
τρυφερόομαι
τρυφερός
View word page
τρυφάλη
τρυφάλη· περικεφαλαία, τρεῖς ἔχουσα λαμπροὺς ἀστέρας, ἢ ἥλους, Hsch. τρυφαλίς,
A). v. τροφαλίς.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τρυφάλη
Headword (normalized):
τρυφάλη
Headword (normalized/stripped):
τρυφαλη
IDX:
105726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105727
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρυφάλη·</span> <span class="foreign greek">περικεφαλαία, τρεῖς ἔχουσα λαμπροὺς ἀστέρας, ἢ ἥλους,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">τρυφαλίς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τροφαλίς.</span> </div> </div><br><br>'}