Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τρυπητής
τρυπητός
τρυσάνωρ
τρυσίβιος
τρυσίππιον
τρῦσις
τρύσκει
τρυσμός
τρυσσόν
τρυτάνη
τρύφακτος
τρυφάλεια
τρυφάλη
τρύφαξ
τρυφάω
τρυφεραίνομαι
τρυφεραμπέχονος
τρυφερεύομαι
τρυφερία
τρυφερόβιος
τρυφεροδίαιτος
View word page
τρύφακτος
τρύφακτος,
A). v. δρύφακτος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τρύφακτος
Headword (normalized):
τρύφακτος
Headword (normalized/stripped):
τρυφακτος
IDX:
105724
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105725
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρύφακτος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">δρύφακτος.</span> </div> </div><br><br>'}