Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τρυπημάτιον
τρύπησις
τρυπητέον
τρυπητήρ
τρυπητής
τρυπητός
τρυσάνωρ
τρυσίβιος
τρυσίππιον
τρῦσις
τρύσκει
τρυσμός
τρυσσόν
τρυτάνη
τρύφακτος
τρυφάλεια
τρυφάλη
τρύφαξ
τρυφάω
τρυφεραίνομαι
τρυφεραμπέχονος
View word page
τρύσκει
τρύσκει· τρύχει, ξηραίνει, Hsch. (Cf. τρυγέω.)


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τρύσκει
Headword (normalized):
τρύσκει
Headword (normalized/stripped):
τρυσκει
IDX:
105720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105721
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρύσκει·</span> <span class="foreign greek">τρύχει, ξηραίνει,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (Cf. <span class="foreign greek">τρυγέω.</span>)</div><br><br>'}