Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τρυπανία
τρυπανίζω
τρυπανικός
τρυπάνιον
τρυπανισμός
τρυπανοειδής
τρύπανον
τρυπανοῦχος
τρυπανώδης
τρυπάω
τρύπη
τρύπημα
τρυπημάτιον
τρύπησις
τρυπητέον
τρυπητήρ
τρυπητής
τρυπητός
τρυσάνωρ
τρυσίβιος
τρυσίππιον
View word page
τρύπη
τρῡ/π-η,
A). v. τρῦπα.


ShortDef

a hole

Debugging

Headword:
τρύπη
Headword (normalized):
τρύπη
Headword (normalized/stripped):
τρυπη
IDX:
105708
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105709
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρῡ/π-η</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τρῦπα.</span> </div> </div><br><br>'}