Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τρυγίζω
τρυγικός
τρύγινον
τρύγιος
τρύγις
τρυγοδαίμων
τρυγοδίφησις
τρυγόζω
τρυγοιπέω
τρύγοιπος
τρυγονάω
τρυγόνιον
τρυγόνιος
τρύγος
τρυγοσώματος
τρυγόω
τρυγυλίας
τρύγω
τρυγῳδέω
τρυγώδης
τρυγῳδία
View word page
τρυγονάω
τρυγονάω,
A). v. θρυγονάω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τρυγονάω
Headword (normalized):
τρυγονάω
Headword (normalized/stripped):
τρυγοναω
IDX:
105667
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105668
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρυγονάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">θρυγονάω.</span> </div> </div><br><br>'}