Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
τρύγητος
τρυγήτρια
τρυγηφάγος
τρυγηφάνιος
τρυγηφόρος
τρυγία
τρυγίας
τρυγίζω
τρυγικός
τρύγινον
τρύγιος
τρύγις
τρυγοδαίμων
τρυγοδίφησις
τρυγόζω
τρυγοιπέω
τρύγοιπος
τρυγονάω
τρυγόνιον
τρυγόνιος
τρύγος
View word page
τρύγιος
τρύγιος·
τρυγία οἴνου ἢ ἐλαίου,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τρύγιος
Headword (normalized):
τρύγιος
Headword (normalized/stripped):
τρυγιος
IDX:
105660
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105661
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρύγιος·</span> <span class="foreign greek">τρυγία οἴνου ἢ ἐλαίου,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}