Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀντισυναλείφω
ἀντισυναντάω
ἀντισυνάπτω
ἀντισυριγγιακός
ἀντισφαιρίζω
ἀντισφάττω
ἀντισφήν
ἀντισφίγγω
ἀντισφράγισμα
ἀντισχηματίζω
ἀντισχηματισμός
ἀντισχυρίζομαι
ἀντίσχυρος
ἀντισχύω
ἀντισχω
ἀντισῴζω
ἀντίσωσις
ἀντιταγμα
ἀντιτακτέον
ἀντιτακτικός
ἀντίτακτος
View word page
ἀντισχηματισμός
ἀντισχηματ-ισμός
,
ὁ
,
A).
the use of such figures in turn,
ibid.
ShortDef
the use of such figures in turn
Debugging
Headword:
ἀντισχηματισμός
Headword (normalized):
ἀντισχηματισμός
Headword (normalized/stripped):
αντισχηματισμος
IDX:
10564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10565
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντισχηματ-ισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">the use of such figures in turn,</span> ibid.</div> </div><br><br>'}