Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τροχοπαικτέω
τροχοπέδη
τροχοποιέω
τροχός
τροχός
τροχώδης
τρόχωσις
ώσεις
τροχωτός
τρύβλιον
τρυγαβόλια
τρυγάνη
τρυγάω
τρύγγας
τρυγέρανος
τρυγερός
τρυγέω
τρύγη
τρύγημα
τρυγήσιμος
τρύγησις
View word page
τρυγαβόλια
τρυγαβόλια· εἰς ἃ καρποὺς ξηροὺς ἀπετίθεντο, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τρυγαβόλια
Headword (normalized):
τρυγαβόλια
Headword (normalized/stripped):
τρυγαβολια
IDX:
105635
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105636
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρυγαβόλια·</span> <span class="foreign greek">εἰς ἃ καρποὺς ξηροὺς ἀπετίθεντο,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}