Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀντισυμμαχέομαι
ἀντισυμποσιάζω
ἀντισυναλείφω
ἀντισυναντάω
ἀντισυνάπτω
ἀντισυριγγιακός
ἀντισφαιρίζω
ἀντισφάττω
ἀντισφήν
ἀντισφίγγω
ἀντισφράγισμα
ἀντισχηματίζω
ἀντισχηματισμός
ἀντισχυρίζομαι
ἀντίσχυρος
ἀντισχύω
ἀντισχω
ἀντισῴζω
ἀντίσωσις
ἀντιταγμα
ἀντιτακτέον
View word page
ἀντισφράγισμα
ἀντισφράγισμα, ατος, τό,
A). sealed copy, SIG 785.12 (Chios).


ShortDef

sealed copy

Debugging

Headword:
ἀντισφράγισμα
Headword (normalized):
ἀντισφράγισμα
Headword (normalized/stripped):
αντισφραγισμα
IDX:
10562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10563
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντισφράγισμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sealed copy</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">SIG</span> 785.12 </span> (Chios).</div> </div><br><br>'}