Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
τροχίμαλλον
τρόχιμος
τρόχιον
τροχιός
τρόχις
τροχισκάριον
τροχίσκιον
τρόχισκος
τροχίτης
τρόχμαλος
τροχοβόλος
τροχοδινέομαι
τροχοειδής
τροχόεις
τροχοκουράς
τροχοπαικτέω
τροχοπέδη
τροχοποιέω
τροχός
τροχός
τροχώδης
View word page
τροχοβόλος
τροχο-βόλος
,
ὁ
,
A).
=
τροχαστής
,
PMasp.
139
(
p.53
) (vi A. D.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τροχοβόλος
Headword (normalized):
τροχοβόλος
Headword (normalized/stripped):
τροχοβολος
IDX:
105620
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105621
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τροχο-βόλος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">τροχαστής</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMasp.</span> 139 </span> (<span class="bibl"> p.53 </span>) (vi A. D.).</div> </div><br><br>'}