Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τροχειλέα2
τροχιλεῖον
τροχιλίδιον
τροχίλος
τροχιλώδης
τροχίμαλλον
τρόχιμος
τρόχιον
τροχιός
τρόχις
τροχισκάριον
τροχίσκιον
τρόχισκος
τροχίτης
τρόχμαλος
τροχοβόλος
τροχοδινέομαι
τροχοειδής
τροχόεις
τροχοκουράς
τροχοπαικτέω
View word page
τροχισκάριον
τροχισκ-άριον, τό, Dim. of τροχίσκος, Orib. Fr. 82 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τροχισκάριον
Headword (normalized):
τροχισκάριον
Headword (normalized/stripped):
τροχισκαριον
IDX:
105615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105616
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τροχισκ-άριον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of <span class="foreign greek">τροχίσκος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Orib.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 82 </span>.</div><br><br>'}