τροχιλεῖον
τροχῐλ-εῖον, τό,
A). pulleyblock, pulley, (Epid., iv B. C.); for the gen. pl. 42(1).102.49 τροχιλιῶν ( v.l. τροχίλων ) in R. 397a , and τροχιλίων in ap. , 5.208e Spir. 1.27 (v.l.), τροχιλείων shd. perh. be read.