Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τροχεῖον
τροχελλέα
τροχεός
τροχερός
τροχεύομαι
τροχή
τροχηλασία
τροχηλατέω
τροχηλάτης
τροχήλατος
τροχηλιά
τροχιά
τροχιάζω
τροχιαῖος
τροχιαμβικός
τροχίας
τροχίασμα
τροχίζω
τροχικός
τροχιλεία
τροχειλέα2
View word page
τροχηλιά
τροχηλ-ιά,
A). v. τροχιλεία.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τροχηλιά
Headword (normalized):
τροχηλιά
Headword (normalized/stripped):
τροχηλια
IDX:
105595
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105596
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τροχηλ-ιά</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τροχιλεία.</span> </div> </div><br><br>'}