Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τροχαλός
τροχαντήρ
τροχαρέα
τροχάς
τρόχασμα
τροχαστής
τροχαστικός
τροχάω
τροχειλέα1
τροχεῖον
τροχελλέα
τροχεός
τροχερός
τροχεύομαι
τροχή
τροχηλασία
τροχηλατέω
τροχηλάτης
τροχήλατος
τροχηλιά
τροχιά
View word page
τροχελλέα
τροχ-ελλέα,
A). v. τροχιλεία.


ShortDef

block-and-tackle equipment

Debugging

Headword:
τροχελλέα
Headword (normalized):
τροχελλέα
Headword (normalized/stripped):
τροχελλεα
IDX:
105586
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105587
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τροχ-ελλέα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τροχιλεία.</span> </div> </div><br><br>'}