Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τροχαλίζω
τροχαλός
τροχαντήρ
τροχαρέα
τροχάς
τρόχασμα
τροχαστής
τροχαστικός
τροχάω
τροχειλέα1
τροχεῖον
τροχελλέα
τροχεός
τροχερός
τροχεύομαι
τροχή
τροχηλασία
τροχηλατέω
τροχηλάτης
τροχήλατος
τροχηλιά
View word page
τροχεῖον
τροχ-εῖον,
A). v. τρόχιον.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τροχεῖον
Headword (normalized):
τροχεῖον
Headword (normalized/stripped):
τροχειον
IDX:
105585
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105586
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τροχ-εῖον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τρόχιον.</span> </div> </div><br><br>'}