Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τροχαλία
τροχαλίζω
τροχαλός
τροχαντήρ
τροχαρέα
τροχάς
τρόχασμα
τροχαστής
τροχαστικός
τροχάω
τροχειλέα1
τροχεῖον
τροχελλέα
τροχεός
τροχερός
τροχεύομαι
τροχή
τροχηλασία
τροχηλατέω
τροχηλάτης
τροχήλατος
View word page
τροχειλέα1
τροχ-ειλέα,
A). v. τροχιλεία.


ShortDef

block-and-tackle equipment

Debugging

Headword:
τροχειλέα1
Headword (normalized):
τροχειλέα
Headword (normalized/stripped):
τροχειλεα1
IDX:
105584
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105585
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τροχ-ειλέα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τροχιλεία.</span> </div> </div><br><br>'}