Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τροχαϊκός
τροχαιοειδής
τροχαῖος
τροχαιοχόρειος
τροχαϊσμός
τροχαλεῖον
τροχαλία
τροχαλίζω
τροχαλός
τροχαντήρ
τροχαρέα
τροχάς
τρόχασμα
τροχαστής
τροχαστικός
τροχάω
τροχειλέα1
τροχεῖον
τροχελλέα
τροχεός
τροχερός
View word page
τροχαρέα
τροχαρέα,
A). v. τροχιλεία.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τροχαρέα
Headword (normalized):
τροχαρέα
Headword (normalized/stripped):
τροχαρεα
IDX:
105578
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105579
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τροχαρέα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τροχιλεία.</span> </div> </div><br><br>'}