Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τροχαδάριος
τροχάδην
τροχάδια
τροχάζω
τροχαϊκός
τροχαιοειδής
τροχαῖος
τροχαιοχόρειος
τροχαϊσμός
τροχαλεῖον
τροχαλία
τροχαλίζω
τροχαλός
τροχαντήρ
τροχαρέα
τροχάς
τρόχασμα
τροχαστής
τροχαστικός
τροχάω
τροχειλέα1
View word page
τροχαλία
τροχᾰλ-ία,
A). v. τροχιλεία.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τροχαλία
Headword (normalized):
τροχαλία
Headword (normalized/stripped):
τροχαλια
IDX:
105574
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105575
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τροχᾰλ-ία</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τροχιλεία.</span> </div> </div><br><br>'}