τροχαῖος
τροχαῖος, α, ον,(τρόχος)
A). running, spinning, πανία (spools) AP 6.288 ( ).
II). τροχαῖος (sc. πούς), ὁ, a trochee or foot consisting of a long and a short syllable (also called χορεῖος), R. 400b , etc.; used in quick time, Rh. 1408b36 , cf. Po. 1452b24 , and v. τροχερός :—hence,
2). in Music, οἱ σαλπικταὶ τροχαῖόν τι συμβοήσαντες playing a brisk march, ; 56.22 τ. νόμος a tune in trochaic time, invented by Terpander, , cf. 2.1132d . 4.65
3). tribrach (^ ^ ^), Inst. 9.4.82 .
4). τ. σημαντὸς ὁ ἐξ ὀκτασήμου θέσεως καὶ τετ ρασήμου ἄρσεως (<*> ’’) ; 1.16 τ. ἀπὸ ἰάμβου (&’|’&’&’&) ibid.
III). τροχαῖα· μέσα ἐν κύβοις, ἢ ὁδός, ὡς Ῥίνθων ( Fr. 26 ), (perh. τρόχια and τροχιά).