Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
τροφωλέων
τροφόεις
τροφοποιός
τροφός
τροφοσαρκωτική
τροφοφορέω
τροφόφορος
τροφώ
τροφώδης
Τροφώνιος
τροχαδάριος
τροχάδην
τροχάδια
τροχάζω
τροχαϊκός
τροχαιοειδής
τροχαῖος
τροχαιοχόρειος
τροχαϊσμός
τροχαλεῖον
τροχαλία
View word page
τροχαδάριος
τροχᾰδ-άριος
,
ὁ
,(
τροχάς
)
A).
shoemaker,
IG
3.3463
.
ShortDef
shoemaker
Debugging
Headword:
τροχαδάριος
Headword (normalized):
τροχαδάριος
Headword (normalized/stripped):
τροχαδαριος
IDX:
105564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105565
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τροχᾰδ-άριος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>,(<span class="etym greek">τροχάς</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">shoemaker,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IG</span> 3.3463 </span>.</div> </div><br><br>'}