Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τροφιμότης
τρόφιον
τροφιοῦται
τρόφις
τροφῖτις
τροφιώδης
τροφωλέων
τροφόεις
τροφοποιός
τροφός
τροφοσαρκωτική
τροφοφορέω
τροφόφορος
τροφώ
τροφώδης
Τροφώνιος
τροχαδάριος
τροχάδην
τροχάδια
τροχάζω
τροχαϊκός
View word page
τροφοσαρκωτική
τροφοσαρκωτική,
A). v.l. for τροφός, σαρκωτική in Paul.Aeg. 7.17.82 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τροφοσαρκωτική
Headword (normalized):
τροφοσαρκωτική
Headword (normalized/stripped):
τροφοσαρκωτικη
IDX:
105558
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105559
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τροφοσαρκωτική</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v.l. for <span class="ref greek">τροφός, σαρκωτική</span> in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0715.tlg001:7:17:82" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0715.tlg001:7:17:82/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Paul.Aeg.</span> 7.17.82 </a>.</div> </div><br><br>'}