Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τροφή
τρόφημα
τροφητικός
τροφιά
τροφίας
τροφικός
τροφιμαῖος
τρόφιμος
τροφιμότης
τρόφιον
τροφιοῦται
τρόφις
τροφῖτις
τροφιώδης
τροφωλέων
τροφόεις
τροφοποιός
τροφός
τροφοσαρκωτική
τροφοφορέω
τροφόφορος
View word page
τροφιοῦται
τροφ-ιοῦται· παχύνεται, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τροφιοῦται
Headword (normalized):
τροφιοῦται
Headword (normalized/stripped):
τροφιουται
IDX:
105550
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105551
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τροφ-ιοῦται·</span> <span class="foreign greek">παχύνεται,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}