Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
τρόπος
τροποφορέω
τροπόω1
τροπόω2
τροπωτήρ
τρούβλιον
τρούεται
τρούθιος
τρούλιον
τροῦλλα
τροῦλλος
τροῦροι
τροφάλιον
τροφαλίς
τροφεία1
τροφεῖα2
τροφεῖον
τροφεύς
τροφεύω
τροφή
τρόφημα
View word page
τροῦλλος
τροῦλλος
,
ὁ
, a kind of vessel,
ἐν τ. μεγάλῳ ὑελίνῳ περιπηλώσαντες
Zos.Alch.
p.164
B.
;
οὐκ ἐῶντες καπνὸν διὰ τοῦ τ. ἀναδοθῆναι
ibid.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τροῦλλος
Headword (normalized):
τροῦλλος
Headword (normalized/stripped):
τρουλλος
IDX:
105531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105532
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τροῦλλος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, a kind of vessel, <span class="foreign greek">ἐν τ. μεγάλῳ ὑελίνῳ περιπηλώσαντες</span> Zos.Alch.<span class="bibl"> p.164 </span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">B.</span></span>; <span class="foreign greek">οὐκ ἐῶντες καπνὸν διὰ τοῦ τ. ἀναδοθῆναι</span> ibid.</div><br><br>'}