Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τροπομάσθλης
τροπός
τρόπος
τροποφορέω
τροπόω1
τροπόω2
τροπωτήρ
τρούβλιον
τρούεται
τρούθιος
τρούλιον
τροῦλλα
τροῦλλος
τροῦροι
τροφάλιον
τροφαλίς
τροφεία1
τροφεῖα2
τροφεῖον
τροφεύς
τροφεύω
View word page
τρούλιον
τρούλιον, v. sq.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τρούλιον
Headword (normalized):
τρούλιον
Headword (normalized/stripped):
τρουλιον
IDX:
105529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105530
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρούλιον</span>, v. sq.</div><br><br>'}