Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀντίστπεπτος
ἀντιστρέφω
ἀντιστροφή
ἀντίστροφος
ἀντισύγκλητος
ἀντισυγκρίνω
ἀντισυζυγία
ἀντισυλλογίζομαι
ἀντισυμβολέω
ἀντισυμβουλεύω
ἀντισυμμαχέομαι
ἀντισυμποσιάζω
ἀντισυναλείφω
ἀντισυναντάω
ἀντισυνάπτω
ἀντισυριγγιακός
ἀντισφαιρίζω
ἀντισφάττω
ἀντισφήν
ἀντισφίγγω
ἀντισφράγισμα
View word page
ἀντισυμμαχέομαι
ἀντισυμμᾰχέομαι, Pass.,
A). to be helped in return, ὑπό τινος Longin. 17.1 .


ShortDef

to be helped in return

Debugging

Headword:
ἀντισυμμαχέομαι
Headword (normalized):
ἀντισυμμαχέομαι
Headword (normalized/stripped):
αντισυμμαχεομαι
IDX:
10552
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10553
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντισυμμᾰχέομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be helped in return,</span> <span class="quote greek">ὑπό τινος</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Longin.</span> 17.1 </span> .</div> </div><br><br>'}