Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τροπόλογος
τροπομάσθλης
τροπός
τρόπος
τροποφορέω
τροπόω1
τροπόω2
τροπωτήρ
τρούβλιον
τρούεται
τρούθιος
τρούλιον
τροῦλλα
τροῦλλος
τροῦροι
τροφάλιον
τροφαλίς
τροφεία1
τροφεῖα2
τροφεῖον
τροφεύς
View word page
τρούθιος
τρούθιος,
A). v. στρούθειος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τρούθιος
Headword (normalized):
τρούθιος
Headword (normalized/stripped):
τρουθιος
IDX:
105528
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105529
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρούθιος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">στρούθειος.</span> </div> </div><br><br>'}