Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
τροπολογία
τροπόλογος
τροπομάσθλης
τροπός
τρόπος
τροποφορέω
τροπόω1
τροπόω2
τροπωτήρ
τρούβλιον
τρούεται
τρούθιος
τρούλιον
τροῦλλα
τροῦλλος
τροῦροι
τροφάλιον
τροφαλίς
τροφεία1
τροφεῖα2
τροφεῖον
View word page
τρούεται
τρούεται·
ἰσχναίνεται, τήκεται,
Hsch.
(Prob. Lacon. for
τρύεται.
)
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τρούεται
Headword (normalized):
τρούεται
Headword (normalized/stripped):
τρουεται
IDX:
105527
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105528
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρούεται·</span> <span class="foreign greek">ἰσχναίνεται, τήκεται,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (Prob. Lacon. for <span class="foreign greek">τρύεται.</span>)</div><br><br>'}