Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀντιστπεπτέος
ἀντίστπεπτος
ἀντιστρέφω
ἀντιστροφή
ἀντίστροφος
ἀντισύγκλητος
ἀντισυγκρίνω
ἀντισυζυγία
ἀντισυλλογίζομαι
ἀντισυμβολέω
ἀντισυμβουλεύω
ἀντισυμμαχέομαι
ἀντισυμποσιάζω
ἀντισυναλείφω
ἀντισυναντάω
ἀντισυνάπτω
ἀντισυριγγιακός
ἀντισφαιρίζω
ἀντισφάττω
ἀντισφήν
ἀντισφίγγω
View word page
ἀντισυμβουλεύω
ἀντισυμβουλεύω
,
A).
give contrary advice,
Stob.
2.6.2
.
ShortDef
give contrary advice
Debugging
Headword:
ἀντισυμβουλεύω
Headword (normalized):
ἀντισυμβουλεύω
Headword (normalized/stripped):
αντισυμβουλευω
IDX:
10551
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10552
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντισυμβουλεύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">give contrary advice,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Stob.</span> 2.6.2 </span>.</div> </div><br><br>'}