Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τροπή
τροπήϊον
τρόπηλις
τρόπηξ
τροπίας
τροπιδεῖον
τροπίζω
τροπικός
τρόπις
τροπολογέω
τροπολογία
τροπόλογος
τροπομάσθλης
τροπός
τρόπος
τροποφορέω
τροπόω1
τροπόω2
τροπωτήρ
τρούβλιον
τρούεται
View word page
τροπολογία
τροπολογ-ία, , =
A). moralis intelligentia, Gloss.


ShortDef

moralis intelligentia

Debugging

Headword:
τροπολογία
Headword (normalized):
τροπολογία
Headword (normalized/stripped):
τροπολογια
IDX:
105517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105518
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τροπολογ-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">moralis intelligentia,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}