Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τροπαιοφορία
τροπαιόφορος
τροπαλίζω
τρόπαλις
τροπαλισμός
τροπαλόν
τροπάομαι
τροπέω
τροπή
τροπήϊον
τρόπηλις
τρόπηξ
τροπίας
τροπιδεῖον
τροπίζω
τροπικός
τρόπις
τροπολογέω
τροπολογία
τροπόλογος
τροπομάσθλης
View word page
τρόπηλις
τρόπ-ηλις, ιδος, ,
A). v. τρόπαλις.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τρόπηλις
Headword (normalized):
τρόπηλις
Headword (normalized/stripped):
τροπηλις
IDX:
105509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105510
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρόπ-ηλις</span>, <span class="itype greek">ιδος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τρόπαλις.</span> </div> </div><br><br>'}