Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τροπαϊκόν
τρόπαιον
τροπαῖος
τροπαιουχέω
τροπαίουχος
τροπαιοφορέω
τροπαιοφορία
τροπαιόφορος
τροπαλίζω
τρόπαλις
τροπαλισμός
τροπαλόν
τροπάομαι
τροπέω
τροπή
τροπήϊον
τρόπηλις
τρόπηξ
τροπίας
τροπιδεῖον
τροπίζω
View word page
τροπαλισμός
τροπᾰλισμός· μεταβολή, καὶ τὸ ἐκ συμβόλων ὑποδέχεσθαι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τροπαλισμός
Headword (normalized):
τροπαλισμός
Headword (normalized/stripped):
τροπαλισμος
IDX:
105503
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105504
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τροπᾰλισμός·</span> <span class="foreign greek">μεταβολή, καὶ τὸ ἐκ συμβόλων ὑποδέχεσθαι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}