Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
τρομέω
τρομητός
τρομικός
τρομοποιέω
τρομοποιός
τρόμος
τρομός
τρομώδης
τρόνα
τρόπᾰ
τροπαγός
τροπαία
τροπαϊκιαῖος
τροπαϊκόν
τρόπαιον
τροπαῖος
τροπαιουχέω
τροπαίουχος
τροπαιοφορέω
τροπαιοφορία
τροπαιόφορος
View word page
τροπαγός
τροπαγός·
ὁ ἀπητιμας μένος,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τροπαγός
Headword (normalized):
τροπαγός
Headword (normalized/stripped):
τροπαγος
IDX:
105490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105491
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τροπαγός·</span> <span class="foreign greek">ὁ ἀπητιμας μένος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}