Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Τροία
τροια
Τροιζήν
τρομάζω
τρομαίνω
τρομαλεόφωνος
τρομερός
τρομέω
τρομητός
τρομικός
τρομοποιέω
τρομοποιός
τρόμος
τρομός
τρομώδης
τρόνα
τρόπᾰ
τροπαγός
τροπαία
τροπαϊκιαῖος
τροπαϊκόν
View word page
τρομοποιέω
τρομοποι-έω,
A). tremefacio, Gloss.


ShortDef

tremefacio

Debugging

Headword:
τρομοποιέω
Headword (normalized):
τρομοποιέω
Headword (normalized/stripped):
τρομοποιεω
IDX:
105483
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105484
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρομοποι-έω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">tremefacio,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}