Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
τριωνυμία
τριώνυμος
τριώνυχος
τριώριον
τριώροφος
τρίωτον
Τροία
τροια
Τροιζήν
τρομάζω
τρομαίνω
τρομαλεόφωνος
τρομερός
τρομέω
τρομητός
τρομικός
τρομοποιέω
τρομοποιός
τρόμος
τρομός
τρομώδης
View word page
τρομαίνω
τρομ-αίνω
,
A).
=
τετρεμαίνω
,
AB
228
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τρομαίνω
Headword (normalized):
τρομαίνω
Headword (normalized/stripped):
τρομαινω
IDX:
105477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105478
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρομ-αίνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">τετρεμαίνω</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AB</span> 228 </span>.</div> </div><br><br>'}