Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τριῶλαξ
τριωνυμία
τριώνυμος
τριώνυχος
τριώριον
τριώροφος
τρίωτον
Τροία
τροια
Τροιζήν
τρομάζω
τρομαίνω
τρομαλεόφωνος
τρομερός
τρομέω
τρομητός
τρομικός
τρομοποιέω
τρομοποιός
τρόμος
τρομός
View word page
τρομάζω
τρομ-άζω,
A). v. τρομέω fin.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τρομάζω
Headword (normalized):
τρομάζω
Headword (normalized/stripped):
τρομαζω
IDX:
105476
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105477
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρομ-άζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τρομέω</span> fin.</div> </div><br><br>'}