Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τρίχρυσον
τριχρώματος
τρίχρως
τριχώδης
τρίχωμα
τριχωμάτιον
τρίχωρος
τριχῶς
τρίχωσις
τριχωτός
τριψείδιον
τριψημερέω
τρῖψις
τρίψορχις
τρίψυχος
τριωβολεῖος
τριωβολιαῖος
τριωβολιμαῖος
τριώβολον
τριώδελον
τριῳδέομαι
View word page
τριψείδιον
τριψ-είδιον, τό, sine expl., Zonar. (Perh. a spice.)


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τριψείδιον
Headword (normalized):
τριψείδιον
Headword (normalized/stripped):
τριψειδιον
IDX:
105454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105455
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τριψ-είδιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, sine expl., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Zonar.</span> </span> (Perh. a spice.)</div><br><br>'}