Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τρίχοον
τριχοποιέω
τρίχορδος
τριχορία
τριχορροέω
τριχορρυέω
τριχορρυής
τριχοτομέω1
τριχοτομέω2
τρίχοτο
τριχοτρώκτης
τριχοῦ
τρίχουλος
τριχουνιαῖος
τρίχους
τριχόφοιτος
τριχοφορέω
τριχοφόρος
τριχοφυέω
τριχοφυής
τριχοφυΐα
View word page
τριχοτρώκτης
τρῐχο-τρώκτης, ου, ,
A). = τριχόβρως , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τριχοτρώκτης
Headword (normalized):
τριχοτρώκτης
Headword (normalized/stripped):
τριχοτρωκτης
IDX:
105428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105429
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρῐχο-τρώκτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">τριχόβρως</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}