Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
τριχολαβίς
τριχολογέω
τριχόλωτος
τριχόμαλλος
τριχομανές
τριχομάχιον
τρίχοον
τριχοποιέω
τρίχορδος
τριχορία
τριχορροέω
τριχορρυέω
τριχορρυής
τριχοτομέω1
τριχοτομέω2
τρίχοτο
τριχοτρώκτης
τριχοῦ
τρίχουλος
τριχουνιαῖος
τρίχους
View word page
τριχορροέω
τρῐχο-ρροέω
, = sq.,
Dsc.
2.74
,
Plu.
2.642e
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τριχορροέω
Headword (normalized):
τριχορροέω
Headword (normalized/stripped):
τριχορροεω
IDX:
105422
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105423
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρῐχο-ρροέω</span>, = sq., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 2.74 </span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.642e </span>.</div><br><br>'}