Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τριχοίνικος
τριχοκόλλημα
τριχοκόμος
τριχοκοσμητής
τριχολάβιον
τριχολαβίς
τριχολογέω
τριχόλωτος
τριχόμαλλος
τριχομανές
τριχομάχιον
τρίχοον
τριχοποιέω
τρίχορδος
τριχορία
τριχορροέω
τριχορρυέω
τριχορρυής
τριχοτομέω1
τριχοτομέω2
τρίχοτο
View word page
τριχομάχιον
τρῐχο-μάχιον [ᾰ], τό,
A). v. τριμάχιον.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τριχομάχιον
Headword (normalized):
τριχομάχιον
Headword (normalized/stripped):
τριχομαχιον
IDX:
105417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-105418
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τρῐχο-μάχιον</span> <span class="pron greek">[ᾰ]</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τριμάχιον.</span> </div> </div><br><br>'}